Αγγλικά » Γερμανικά

gal·lop·ing [ˈgæləpɪŋ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ

galloping inflation ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

I . gal·lop [ˈgæləp] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. gallop μτφ (hurry):

sich αιτ [Hals über Kopf] in etw αιτ stürzen

II . gal·lop [ˈgæləp] ΡΉΜΑ μεταβ (cause to gallop)

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "galloping" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文