Αγγλικά » Γερμανικά

flat ˈout ΕΠΊΡΡ οικ

1. flat out αμερικ (absolutely):

glattweg οικ
total sauer sein οικ

2. flat out (vigorously):

mit Volldampf οικ
volle Pulle αργκ
voll an etw αιτ rangehen
voll in etw αιτ hineinschmeissen CH οικ

3. flat out (fast):

flat-ˈout ΕΠΊΘ αμερικ οικ

3. flat-out (fast):

mit Vollgas nach ουσ οικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

völlig alle [o. total erledigt] sein [o. A a. hin] οικ
Περισσότερα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "flat out" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文