Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „favour favor“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to grant sb a favour [or αμερικ favor]
to fall out of favour [or αμερικ favor] [with sb]
to rally sb against/in favour [or αμερικ favor] of sth
to be prejudiced in favour [or αμερικ favor] of sb/sth

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文