Αγγλικά » Γερμανικά

I . lais·sez-faire [ˌleɪseɪˈfeəʳ, αμερικ ˌleseɪˈfer] ΠΟΛΙΤ ΟΥΣ no pl

Laisser-faire ουδ τυπικ

II . lais·sez-faire [ˌleɪseɪˈfeəʳ, αμερικ ˌleseɪˈfer] ΠΟΛΙΤ ΟΥΣ modifier

Laisser-faire- τυπικ

savoir-faire [ˌsævwɑ:ˈfeəʳ, αμερικ -wɑ:rfer] ΟΥΣ no pl

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文