Αγγλικά » Γερμανικά

ex·pur·gat·ed [ˈekspəgeɪtɪd, αμερικ -spɚgeɪt̬-] ΕΠΊΘ

expurgated
expurgated
zensiert μειωτ
expurgated
zensuriert A μειωτ
expurgated version

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

expurgated version

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "expurgated" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文