Αγγλικά » Γερμανικά

div·vy1 <pl -ies> [ˈdɪvi] ΟΥΣ βρετ οικ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

divvy
Dividende θηλ

div·vy2 <pl -ies> [ˈdɪvi] ΟΥΣ βρετ οικ (stupid person)

divvy
Idiot αρσ μειωτ οικ

div·vy up <-ie-> [ˌdɪviˈʌp] ΡΉΜΑ μεταβ esp αμερικ οικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to divvy sth up [or up sth] [between sb]

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "divvy" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文