Αγγλικά » Γερμανικά

II . di·vine [dɪˈvaɪn] ΡΉΜΑ μεταβ

2. divine (search for):

III . di·vine [dɪˈvaɪn] ΡΉΜΑ αμετάβ

IV . di·vine [dɪˈvaɪn] ΟΥΣ

2. divine:

Geistliche(r) θηλ(αρσ)
Theologe(Theologin) αρσ (θηλ)

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to hold out the divining rod

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "divining" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文