Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „dissolutely“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

dis·so·lute·ly [ˈdɪsəlu:tli] ΕΠΊΡΡ λογοτεχνικό

dissolutely
to behave dissolutely
to live dissolutely

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to live dissolutely
to behave dissolutely

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "dissolutely" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文