Αγγλικά » Γερμανικά

dis·count·able [dɪˈskaʊntəbl̩, αμερικ -t̬əbl̩] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

discountable

discountable ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ

Ειδικό λεξιλόγιο
discountable

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
It was, of course, the work of a discountable minority.
www.independent.ie

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "discountable" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文