Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „devoutly“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

de·vout·ly [dɪˈvaʊtli] ΕΠΊΡΡ

1. devoutly (earnestly religious):

devoutly
a devoutly Catholic family

2. devoutly (sincerely):

to pray devoutly
to hope devoutly
inständig [o. τυπικ inbrünstig] hoffen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

a devoutly Catholic family
to hope devoutly
inständig [o. τυπικ inbrünstig] hoffen
to pray devoutly

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "devoutly" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文