Αγγλικά » Γερμανικά

de·mor·al·iz·ing [dɪˈmɒrəlaɪzɪŋ, αμερικ ˈmɔ:r] ΕΠΊΘ

demoralizing

de·mor·al·ize [dɪˈmɒrəlaɪz, αμερικ -ˈmɔ:r-] ΡΉΜΑ μεταβ esp αμερικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "demoralizing" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文