Αγγλικά » Γερμανικά

II . de-es·ca·late [di:ˈeskəleɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ

de-escalate
to de-escalate sth (alarm) ΤΕΧΝΟΛ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to de-escalate a conflict

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "de-escalate" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文