Αγγλικά » Γερμανικά

I . cut down ΡΉΜΑ μεταβ

1. cut down (fell):

to cut down a tree

3. cut down (abridge):

to cut down sth

4. cut down ΜΌΔΑ:

to cut down sth

ιδιωτισμοί:

to cut sb down to size οικ

cut down ΡΉΜΑ

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文