Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „cohabiter“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

co·hab·it·er [kəʊˈhæbɪtəʳ, αμερικ koʊˈhæbɪt̬ɚ] ΟΥΣ ΝΟΜ

cohabiter
in eheähnlicher Gemeinschaft Lebende(r) θηλ(αρσ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "cohabiter" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文