ˈcar·ry-over ΟΥΣ
1. carry-over ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
-
Übertrag αρσ
2. carry-over ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ (of payment):
-
Überziehung θηλ
3. carry-over (left over):
-
Überbleibsel ουδ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.