Αγγλικά » Γερμανικά

I . beat up ΡΉΜΑ μεταβ

to beat up sb
to beat oneself up [over sth] μτφ
sich αιτ [wegen etw δοτ ] quälen

II . beat up ΡΉΜΑ αμετάβ αμερικ

ˈbeat-up ΕΠΊΘ οικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich αιτ [wegen etw δοτ ] quälen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文