Αγγλικά » Γερμανικά

half-arsed [ˈhɑ:fɑ:st] ΕΠΊΘ μειωτ αργκ

rat-arsed βρετ αργκ, rat-assed αμερικ αργκ [ˈrætɑ:st, αμερικ -æst] ΕΠΊΘ

I . arse [ɑ:s] βρετ, αυστραλ ΟΥΣ ΑΝΑΤ χυδ

Arsch αρσ χυδ

II . arse [ɑ:s] βρετ, αυστραλ ΟΥΣ modifier βρετ

the arse end of a place αργκ
die Abbruchgegend eines Ortes μειωτ οικ

III . arse [ɑ:s] βρετ, αυστραλ ΡΉΜΑ αμετάβ χυδ

IV . arse [ɑ:s] βρετ, αυστραλ ΡΉΜΑ μεταβ

sb cannot be arsed with sth
jd schert sich αιτ einen Dreck um etw αιτ αργκ

ˈshort-arse ΟΥΣ βρετ προσβλ αργκ

Zwerg αρσ

I . ˈsmart arse, αμερικ ˈsmart ass ΟΥΣ μειωτ πολύ οικ!

Klugscheißer(in) αρσ (θηλ) αργκ

II . ˈsmart arse, αμερικ ˈsmart ass ΕΠΊΘ οικ

ˈarse-lick·er ΟΥΣ βρετ χυδ

Arschkriecher(in) αρσ (θηλ) μειωτ χυδ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

jd schert sich αιτ einen Dreck um etw αιτ αργκ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文