Αγγλικά » Γερμανικά

WLR ΟΥΣ

WLR ΝΟΜ συντομογραφία: Weekly Law Reports

WLR

Βλέπε και: Weekly Law Reports

Week·ly ˈLaw Re·ports ΟΥΣ

Week·ly ˈLaw Re·ports ΟΥΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Αγγλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文