Αγγλικά » Γερμανικά

Sal·lies [ˈsæliz] ΟΥΣ

Sallies πλ αυστραλ οικ:

the Sallies

I . sal·ly [ˈsæli] ΟΥΣ

1. sally ΣΤΡΑΤ:

2. sally μτφ (excursion, attempt):

Ausflug αρσ μτφ
Versuch αρσ

3. sally dated (remark):

II . sal·ly <-ie-> [ˈsæli] ΡΉΜΑ αμετάβ τυπικ λογοτεχνικό

Sal·ly ˈArmy ΟΥΣ no pl βρετ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Sallies" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文