I.slam [βρετ slam, αμερικ slæm] ΟΥΣ
II.slam <μετ ενεστ slamming; απλ παρελθ, μετ παρακειμ slammed> [βρετ slam, αμερικ slæm] ΡΉΜΑ μεταβ
1. slam (shut loudly):
2. slam (with violence):
3. slam (criticize):
- slam οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.