I.pet [βρετ pɛt, αμερικ pɛt] ΟΥΣ
1. pet (animal):
II.pet [βρετ pɛt, αμερικ pɛt] ΕΠΊΘ (favourite)
III.pet <μετ ενεστ petting; απλ παρελθ, μετ παρακειμ petted> [βρετ pɛt, αμερικ pɛt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. pet (spoil):
- chouchouter οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.