agency [βρετ ˈeɪdʒ(ə)nsi, αμερικ ˈeɪdʒənsi] ΟΥΣ
1. agency (organization, office):
- agence θηλ
2. agency βρετ ΕΜΠΌΡ (representing firm):
- concessionnaire αρσ
3. agency (influence):
- intermédiaire αρσ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.