induction [βρετ ɪnˈdʌkʃ(ə)n, αμερικ ɪnˈdəkʃ(ə)n] ΟΥΣ
2. induction ΙΑΤΡ (of labour):
- déclenchement αρσ
3. induction (inauguration):
- installation θηλ
4. induction αμερικ ΣΤΡΑΤ:
- incorporation θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.