I.eye [βρετ ʌɪ, αμερικ aɪ] ΟΥΣ
1. eye ΑΝΑΤ:
- œil αρσ
2. eye προσδιορ (relating to the eye):
3. eye (opinion):
4. eye (flair):
8. eye ΜΕΤΕΩΡ (of hurricane, tornado, storm):
- œil αρσ
II.-eyed ΣΎΝΘ
- blue-/brown-eyed
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.