I.dig [βρετ dɪɡ, αμερικ dɪɡ] ΟΥΣ
1. dig (poke):
2. dig (jibe):
- dig οικ
4. dig (in gardening):
II.digs ΟΥΣ
digs ουσ πλ βρετ (lodgings):
III.dig <μετ ενεστ digging; απλ παρελθ, μετ παρακειμ dug> [βρετ dɪɡ, αμερικ dɪɡ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. dig (excavate):
4. dig (embed):
5. dig esp αμερικ (like) οικ:
6. dig αμερικ (look at):
- dig οικ, παρωχ
IV.dig <μετ ενεστ digging; απλ παρελθ, μετ παρακειμ dug> [βρετ dɪɡ, αμερικ dɪɡ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. dig (excavate) animal, bird:
- dig ΑΡΧΑΙΟΛ