I.bugger [βρετ ˈbʌɡə, αμερικ ˈbəɡər, ˈbʊɡər] ΟΥΣ
1. bugger βρετ αρσ/θηλ:
- bugger χιουμ
2. bugger βρετ (difficult or annoying thing):
- bugger οικ
II.bugger [βρετ ˈbʌɡə, αμερικ ˈbəɡər, ˈbʊɡər] ΕΠΙΦΏΝ αργκ βρετ
III.bugger [βρετ ˈbʌɡə, αμερικ ˈbəɡər, ˈbʊɡər] ΡΉΜΑ μεταβ
1. bugger (expressing surprise) αργκ:
- merde! αργκ