I.win [βρετ wɪn, αμερικ wɪn] ΟΥΣ
1. win (victory) (gen):
2. win (successful bet):
II.win <μετ ενεστ winning, απλ παρελθ, μετ παρακειμ won> [βρετ wɪn, αμερικ wɪn] ΡΉΜΑ μεταβ
2. win ΠΟΛΙΤ:
- to win a (parliamentary) seat
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.