I.tie [βρετ tʌɪ, αμερικ taɪ] ΟΥΣ
4. tie (constraint):
- contrainte θηλ
5. tie (draw) ΑΘΛ:
II.tie <μετ ενεστ tying> [βρετ tʌɪ, αμερικ taɪ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. tie (attach, fasten closely):
2. tie (join in knot):
3. tie (link):
- tie μτφ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.