selling στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για selling στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

1. sell (gen) ΕΜΠΌΡ:

1. sell person, shop, dealer:

to sell as is ΕΜΠΌΡ

IV.to sell oneself <απλ παρελθ, μετ παρακειμ sold> ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Βλέπε και: soft sell, hard sell

selling στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για selling στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

selling Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

door-to-door selling
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski