particulière στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για particulière στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

I.particul|ier (particulière) [paʀtikylje, ɛʀ] ΕΠΊΘ

4. particulier (inhabituel):

particulier (particulière) talent, jour, effort
particulier (particulière) style, mœurs
particulier (particulière) accent
il a examiné ce cas avec une attention particulière
Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
avarie particulière ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ

Μεταφράσεις για particulière στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
cabine θηλ particulière
secrétaire αρσ θηλ particulier/-ière
private secretary ΠΟΛΙΤ
conseiller/-ère αρσ θηλ particulier/-ière

particulière στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για particulière στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

particulier (-ière) [paʀtikylje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ

Μεταφράσεις για particulière στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
secrétaire θηλ particulière
accorder une importance particulière à qc
particulier (-ière)

particulière Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

revêtir une importance particulière
voiture particulière
accorder une importance particulière à qc
prêter une attention particulière à qc
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "particulière" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski