entitle στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για entitle στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

1. entitle (authorize):

to entitle sb to sth
to entitle sb to do
Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για entitle στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
to entitle sb to do

entitle στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για entitle στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Μεταφράσεις για entitle στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
to entitle sb to +infin

entitle Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to entitle sb to sth
Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
The trial took six months and jury unanimously found the three were entitled to the $2.3 million.
en.wikipedia.org
Unlike the former counties, regions are not entitled to levy their own taxes.
en.wikipedia.org
Any service member who was assigned to the unit for at least a day during the year is entitled to receive the ribbon.
en.wikipedia.org
He was not entitled to his interest in possession until his father died.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski