embêté στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για embêté στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Βλέπε και: embêter

3. s'embêter (se compliquer la vie):

3. s'embêter (se compliquer la vie):

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για embêté στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
embêter qn οικ (about à propos de)
être embêté par qn οικ
bug οικ
embêter οικ

embêté στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για embêté στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για embêté στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

embêté Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

je suis embêté, je n'ai plus de lait
Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
King était sujet de moqueries et embêté par ses camarades par rapport à son efféminement et le fait d'être gay.
fr.wikipedia.org
Mais sinon, il ne m'a jamais embêté sur le minutage, il me disait de faire ce que je voulais.
fr.wikipedia.org
Ce ne sera que le 6 mars 1915 que rouvre le cinéma qui financièrement est embêté par les 6 derniers mois de fermeture.
fr.wikipedia.org
Rémi, embêté par son nouvel emploi de téléphoniste, tentera de joindre l’utile à l’agréable.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski