chargée στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για chargée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

1. charger (gén):

péniche chargée de sable

6. charger (confier une mission à):

1. charge κυριολ, μτφ:

charge ΝΑΥΣ (fait de charger)

3. charge (responsabilité):

avoir charge d'âmes ΘΡΗΣΚ
charge d'amorçage ΣΤΡΑΤ
charge creuse ΣΤΡΑΤ
charge inerte ΣΤΡΑΤ
charge de rupture ΟΙΚΟΔ
charge utile ΜΕΤΑΦΟΡΈς

Βλέπε και: revanche

I.chargé (chargée) [ʃaʀʒe] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

chargé → charger

chargé particule:

chargé (chargée)

1. chargé (gén):

chargé (chargée) journée
chargé (chargée) style
chargé (chargée) langue

Βλέπε και: charger

1. charger (gén):

péniche chargée de sable

6. charger (confier une mission à):

monte-charge <πλ monte-charge, monte-charges> [mɔ̃tʃaʀʒ] ΟΥΣ αρσ

Μεταφράσεις για chargée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
personne θηλ chargée d'encaisser les loyers
personne θηλ chargée de la traite

chargée στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για chargée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

2. charge (responsabilité):

Μεταφράσεις για chargée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
chargé(e) αρσ (θηλ) d'affaires
chargé(e) αρσ (θηλ) de cours

chargée Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

chargé(e) αρσ (θηλ) de cours
chargé(e) αρσ (θηλ) d'affaires

chargée Από το λεξιλόγιο «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων

Μεταφράσεις για chargée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

chargée Από το λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA Bock GmbH

Μεταφράσεις για chargée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "chargée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski