I.burn [βρετ bəːn, αμερικ bərn] ΟΥΣ
2. burn ΑΣΤΡΟΝ:
- combustion θηλ
II.burn <απλ παρελθ, μετ παρακειμ burned or burnt βρετ> [βρετ bəːn, αμερικ bərn] ΡΉΜΑ μεταβ
1. burn (damage by heat or fire):
2. burn (use):
4. burn αμερικ (electrocute):
- burn οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.