ayant στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για ayant στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

ayant cause <πλ ayants cause> [ɛjɑ̃koz] ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ

ayant droit <πλ ayants droit> [ɛjɑ̃dʀwa] ΟΥΣ αρσ

1. avoir (obtenir):

il l'a eue αργκ le soir même

5. avoir:

to have οικ
to con οικ
I've been had οικ
he conned you! οικ
he was having you on! βρετ οικ
he put one over on you! οικ
she's been had οικ
I was nearly conned οικ
I won't be conned by a moron οικ

6. avoir (éprouver moralement):

Μεταφράσεις για ayant στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
concernant, ayant trait à
jeune αρσ θηλ ayant fini sa scolarité
enfant αρσ θηλ ayant des difficultés scolaires

ayant στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για ayant στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

ayant μετ ενεστ de avoir

Βλέπε και: avoir

ιδιωτισμοί:

en avoir après qn οικ
j'ai! ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ, ΑΘΛ

1. avoir (exister):

il y a des jours ...

ιδιωτισμοί:

en avoir après qn οικ
j'ai! ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ, ΑΘΛ

1. avoir (exister):

il y a des jours ...

Μεταφράσεις για ayant στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
ayant bon cœur
élève αρσ θηλ ayant terminé sa scolarité
avoir αρσ

ayant Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

élève αρσ θηλ ayant terminé sa scolarité

ayant Από το λεξιλόγιο «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων

Μεταφράσεις για ayant στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "ayant" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski