attachée στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για attachée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

1. attacher:

to tie (à to)
to tie (à to)
to chain (à to)
to lock (à to)

I.attaché (attachée) [ataʃe] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

attaché → attacher

II.attaché (attachée) [ataʃe] ΕΠΊΘ (lié par l'affection)

III.attaché (attachée) [ataʃe] ΟΥΣ αρσ (θηλ)

Βλέπε και: attacher

1. attacher:

to tie (à to)
to tie (à to)
to chain (à to)
to lock (à to)

Μεταφράσεις για attachée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
attaché naval/attachée navale αρσ/θηλ

attachée στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για attachée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

attaché-case <attachés-cases> [ataʃekɛz] ΟΥΣ αρσ

Μεταφράσεις για attachée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
attaché(e) αρσ (θηλ)
attachée θηλ culturelle
attaché(e) αρσ (θηλ) de presse

attachée Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

attaché(e) αρσ (θηλ) de presse
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "attachée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski