I.acclimatize [βρετ əˈklʌɪmətʌɪz, αμερικ əˈklaɪməˌtaɪz] ΡΉΜΑ μεταβ
II.acclimatize [βρετ əˈklʌɪmətʌɪz, αμερικ əˈklaɪməˌtaɪz] ΡΉΜΑ αμετάβ
III.to acclimate oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
to acclimate oneself αυτοπ ρήμα:
- s'acclimater (to à)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.