I.win <μετ ενεστ winning, παρελθ & μετ παρακειμ won> [αμερικ wɪn, βρετ wɪn] ΡΉΜΑ μεταβ
2. win (be victorious in):
3. win (extract):
II.win <μετ ενεστ winning, παρελθ & μετ παρακειμ won> [αμερικ wɪn, βρετ wɪn] ΡΉΜΑ αμετάβ
- barrer οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.