I.find out ΡΉΜΑ [αμερικ faɪnd -, βρετ fʌɪnd -] (v + o + adv, v + adv + o)
1. find out:
2. find out (detect) usu pass:
II.find out ΡΉΜΑ [αμερικ faɪnd -, βρετ fʌɪnd -] (v + adv)
1. find out (learn):
- find out
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.