étage [etaʒ] ΟΥΣ αρσ
1. étage:
-
Stockwerk ουδ
-
Etage θηλ
-
Stock αρσ
-
Plattform θηλ
-
zwei-/fünfstöckiges Gebäude
-
zwei-/fünfgeschossiges Gebäude
-
à l'étage
-
à l'étage
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.