I . vieux [vjø] ΟΥΣ αρσ
1. vieux (vieille personne):
-
Alte(r) αρσ
2. vieux οικ (père):
3. vieux (choses anciennes):
ιδιωτισμοί:
-
mon [petit] vieux! (étonnement)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.