Γαλλικά » Γερμανικά

II . offrir [ɔfʀiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

3. offrir (s'accorder):

sich δοτ Ferien leisten [o. gönnen]

Παραδειγματικές φράσεις με offres

offres d'emploi

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina