Γαλλικά » Γερμανικά

folie [fɔli] ΟΥΣ θηλ

2. folie (déraison):

Verrücktheit θηλ
c'est folie de faire qc λογοτεχνικό

5. folie ΙΣΤΟΡΊΑ:

Lustschloss ουδ

II . folie [fɔli]

folié(e) [fɔlje] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με folies

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina