I . faux1 <πλ faux> [fo] ΕΠΊΡΡ
II . faux1 <πλ faux> [fo] ΟΥΣ αρσ
2. faux (falsification, imitation):
-
faux
-
Fälschung θηλ
ιδιωτισμοί:
-
s'inscrire en faux contre qc
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.