Γαλλικά » Γερμανικά

emprunté(e) [ɑ͂pʀœ͂te] ΕΠΊΘ

I . emprunter [ɑ͂pʀœ͂te] ΡΉΜΑ αμετάβ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Παραδειγματικές φράσεις με empruntés

capitaux empruntés
Fremdgeld ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina