Γαλλικά » Γερμανικά

câbler [kɑble] ΡΉΜΑ μεταβ

1. câbler (transmettre):

2. câbler TV:

3. câbler ΗΛΕΚ:

câblé(e) [kable] ΕΠΊΘ

câble-ruban <câbles-rubans> [kabləʀybɑ͂] ΟΥΣ αρσ Η/Υ

protège-câble αρσ ΗΛΕΚ ειδικ ορολ
Kabelbrücke θηλ ειδικ ορολ
protège-câble αρσ ΗΛΕΚ ειδικ ορολ

Παραδειγματικές φράσεις με câbles

Kabelsalat αρσ οικ
bac tiré par des câbles

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina