Γαλλικά » Γερμανικά

coudée [kude] ΟΥΣ θηλ

coudée ΟΥΣ θηλ ιστ (mesure de longueur)

Elle θηλ

coude [kud] ΟΥΣ αρσ

1. coude ΑΝΑΤ:

Ell[en]bogen αρσ

coudé(e) [kude] ΕΠΊΘ

coude αρσ

Ellbogen αρσ
coude αρσ ΑΝΑΤ, ΖΩΟΛ καναδ
Gelenk ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με coudées

avoir les coudées franches

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina