Γαλλικά » Γερμανικά

concerté(e) [kɔ͂sɛʀte] ΕΠΊΘ

I . concerter [kɔ͂sɛʀte] ΡΉΜΑ μεταβ

II . concerter [kɔ͂sɛʀte] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με concertée

action concertée
économie concertée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina