Γαλλικά » Γερμανικά

II . arrêter [aʀete] ΡΉΜΑ μεταβ

2. arrêter (déposer):

3. arrêter (terminer):

7. arrêter (faire prisonnier):

8. arrêter (fixer):

arrêter

Παραδειγματικές φράσεις με arrêtez

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Arrêtez l'eau quand vous vous savonnez.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina