Arbeit <-, -en> [ˈarbaɪt] ΟΥΣ θηλ
1. Arbeit (Tätigkeit):
-
travail αρσ
5. Arbeit ΣΧΟΛ:
-
devoir αρσ
7. Arbeit χωρίς πλ (Mühe):
-
travail αρσ
8. Arbeit χωρίς πλ (Bearbeitung):
-
travailler à qc
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.